τσιτώνω

τσιτώνω
τσιτώνω, τσίτωσα βλ. πίν. 3

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τσιτώνω — Ν βλ. τσητώνω …   Dictionary of Greek

  • τσιτώνω — τσίτωσα, τσιτώθηκα, τσιτωμένος 1. τεντώνω, τεζάρω, καργάρω: Τσίτωσε λίγο το σεντόνι. 2. μτφ., αναγκάζω κάποιον να εντείνει τις δυνάμεις του: Τον τσίτωσαν στην αγγαρεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρατσιτώνω — 1. τεντώνω υπερβολικά, τσιτώνω πέρα από το κανονικό όριο 2. με συνεχή και ισχυρή πίεση εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι …   Dictionary of Greek

  • τεντώνω — Ν [τέντα] 1. τείνω, διατείνω, τανύω («τεντώνω το σχοινί») 2. εκτείνω κάτι απλώνω, τσιτώνω («τεντώνω το πανί») 3. (σχετικά με πόρτα ή παράθυρο) ανοίγω διάπλατα 4. (αμτβ.) (στον Ερωτόκρ.) κατασκηνώνω («τεντώνει απόξω στα τειχιά, τη χώρα φοβερίζει») …   Dictionary of Greek

  • τσήτωμα — και τσίτωμα, το, Ν [τσητώνω / τσιτώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσητώνω …   Dictionary of Greek

  • τσητωτός — και τσιτωτός, ή, ό, Ν [τσητώνω /τσιτώνω] τεντωμένος, τσητωμένος …   Dictionary of Greek

  • τσητώνω — και τσιτώνω Ν 1. τεντώνω 2. μτφ. αναγκάζω, πιέζω κάποιον να εντείνει τις προσπάθειές του («τόν τσήτωσαν στη δουλειά») 3. φρ. «τήν τσήτωσε» (ενν. την κοιλιά του) έφαγε πάρα πολύ, φούσκωσε. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσήτα. Κατ άλλη άποψη, το ρ. έχει προέλθει… …   Dictionary of Greek

  • υπερεντείνω — Ν τεντώνω κάτι πέρα από το κανονικό, τσιτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + εντείνω. Η λ., στον λόγιο τ. τού απρμφ. ὑπερεντείνειν, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • κορδώνω — κόρδωσα, κορδώθηκα, κορδωμένος 1. τεντώνω κάτι, τσιτώνω: Μην κορδώνεις πολύ το σκοινί, γιατί θα σπάσει. 2. το μέσ., κορδώνομαι υψώνω πολύ το κεφάλι, καμαρώνω, περηφανεύομαι: Περπατά κορδωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τανύζω — τάνυσα 1. τεντώνω, τσιτώνω, καργάρω. 2. το μέσ., τανύζομαι και τανιέμαι τανύστηκα, τανυσμένος, τεντώνομαι, τσιτώνομαι: Όταν ξυπνώ το πρωί τανύζομαι. 3. σφίγγομαι κατά την αποπάτηση ή γέννα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”